Ανίχνευση χλαμυδίων τραχώματος (CT DNA)
Οι μικροοργανισμοί Chlamydia αποτελούν αρνητικά κατά gram, μη κινητικά, υποχρεωτικά ενδοκυτταρικά βακτήρια των ευκαρυωτικών κύτταρων.
Το γένος Chlamydia αποτελείται από τέσσερα αναφερόμενα είδη: C. trachomatis, C. psittaci, C. pecorum και C. pneumoniae. Το C. psittaci είναι κυρίως ζωικό παθογόνο, ενώ ο παθογόνος ρόλος του C. pecorum είναι ασαφής. Το C. trachomatis αποτελείται από δεκαπέντε κύριες ορολογικές ποικιλίες που δύναται να προκαλέσουν νόσο στον άνθρωπο.
Η λοίμωξη από Chlamydia trachomatis (CT) είναι το πιο συχνά αναφερόμενο σεξουαλικά μεταδιδόμενο βακτηριακό νόσημα (ΣΜΝ) στις Ηνωμένες Πολιτείες και η δεύτερη κυριότερη αιτία σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων παγκοσμίως με περίπου 89,1 εκατομμύρια περιστατικά ετησίως.
Το μικρόβιο CT είναι ο αιτιολογικός λοιμώδης παράγοντας για διάφορες νόσους στους άνδρες: ουρηθρίτιδα, πρωκτίτιδα, επιπεφυκίτιδα, επιδιδυμίτιδα και Σύνδρομο Reiter. Στις γυναίκες, οι επιπτώσεις των χλαμυδιακών λοιμώξεων είναι σοβαρές, αν δεν υπάρξει άμεση αντιμετώπιση. Καθώς περίπου οι μισές από αυτές τις λοιμώξεις είναι ασυμπτωματικές, πολλά περιστατικά δεν ανιχνεύονται και δεν αντιμετωπίζονται, με αποτέλεσμα να προκαλούνται πρόσθετα προβλήματα, ειδικά στις εγκύους.
Επίσης, αν οι σεξουαλικοί σύντροφοι δεν υποβληθούν σε θεραπεία, παρατηρούνται συχνά επαναλοιμώξεις. Η λοίμωξη από CT μπορεί να προκαλέσει ουρηθρίτιδα, τραχηλίτιδα, πρωκτίτιδα, επιπεφυκίτιδα, ενδομητρίτιδα, σαλπιγγίτιδα (με επακόλουθη στειρότητα ή εκτοπική εγκυμοσύνη) και περιηπατίτιδα.
Τα βρέφη από μητέρες που έχουν μολυνθεί μπορεί να εμφανίσουν επιπεφυκίτιδα, φαρυγγίτιδα και πνευμονία.