Ανίχνευση & ποσοτικός προσδιορισμός ηπατίτιδας C (HCV)
Ο ιός της ηπατίτιδας C (Hepatitis C Virus, HCV) θεωρείται ο κύριος αιτιολογικός παράγοντας που ευθύνεται για το 90-95% των περιστατικών ηπατίτιδας, κατόπιν μετάγγισης αίματος.
Πρόκειται για ένα μονόκλωνο θετικής πολικότητας RNA ιό, με γονιδίωμα περίπου 9.500 νουκλεοτιδίων. Κυριότεροι τρόποι μετάδοσης του αποτελούν το αίμα και τα παράγωγά του. O κίνδυνος εμφάνισης της λοίμωξης από τον ιό HCV αυξάνεται όταν σχετίζεται με την ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών.
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες για τη διαχείριση και τη θεραπεία του ιού HCV, η μοριακή ανίχνευση του HCV-RNA αποτελεί βοήθημα στη διάγνωση της λοίμωξης σε άτομα με ένδειξη αντισωμάτων έναντι αυτού, καθώς και κλινικών συμπτωμάτων ηπατικής νόσου.
Η ανίχνευση του ιικού γενετικού υλικού υποδεικνύει τον πολλαπλασιασμό του ιού και αποτελεί ένδειξη ενεργού λοίμωξης. Επίσης, ο προσδιορισμός της κινητικής του ιού κατά τη διάρκεια της θεραπείας έχει χρησιμοποιηθεί για την περαιτέρω εξατομίκευση αυτής, με τους πρόσφατα εγκεκριμένους αντι-ιικούς παράγοντες άμεσης δράσης (Direct-acting Antiviral, DAA), τους αναστολείς πρωτεάσης τελαπρεβίρη και βασεπρεβίρη.
Η μέθοδος μετρά τα επίπεδα του HCV-RNA πριν από την έναρξη της θεραπείας, σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια (θεραπεία βάσει ανταπόκρισης, Response-guided Therapy, RGT) και στις 12 εβδομάδες ή αργότερα, μετά το τέλος αυτής. Κύριος στόχος είναι η απουσία ανιχνεύσιμου HCV-RNA σε διάστημα 12 εβδομάδων μετά το τέλος της θεραπείας, που υποδεικνύει τη μόνιμη ιολογική ανταπόκριση (Sustained Virologic Response, SVR).