Υπνική άπνοια
Η υπνική άπνοια (ή άπνοια ύπνου) είναι μια συχνή πάθηση που χαρακτηρίζεται από ακούσιες, πλήρεις ή μερικές, διακοπές της αναπνοής κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Διακρίνεται σε δύο τύπους: αποφρακτική και κεντρική. Ο συνηθέστερος τύπος είναι η αποφρακτική άπνοια, δηλαδή η άπνοια που οφείλεται σε στενωτικά ή αποφρακτικά φαινόμενα στη δίοδο του αέρα λόγω υπέρμετρης χαλάρωσης των μυών στην περιοχή του φάρυγγα. Αντιθέτως, η λιγότερο συχνή κεντρική άπνοια οφείλεται σε απορρύθμιση της λειτουργίας των μυών στο επίπεδο του κεντρικού νευρικού συστήματος. Και στις δύο περιπτώσεις, οι επανειλημμένες διακοπές της αναπνοής μπορούν να οδηγήσουν σε διακοπτόμενο και κακής ποιότητας ύπνο, καθώς και πτώση των επιπέδων οξυγόνου στο αίμα.
Οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση της πάθησης περιλαμβάνουν το ανδρικό φύλο, την ηλικία, το μεταβολικό σύνδρομο και ανατομικές ανωμαλίες των ανώτερων αεραγωγών (π.χ. υπερτροφικές αμυγδαλές).
Το πιο διακριτό σύμπτωμα της πάθησης είναι το δυνατό ροχαλητό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλοι όσοι ροχαλίζουν πάσχουν από υπνική άπνοια. Επίσης, οι ασθενείς με υπνική άπνοια εκδηλώνουν συχνά και συνοδά νοσήματα, όπως υπέρταση, καρδιακή ανεπάρκεια και σακχαρώδη διαβήτη.
Η διάγνωση της πάθησης τίθεται με τη βοήθεια πολυκαταγραφικής μελέτης ύπνου και η θεραπευτική της αντιμετώπιση περιλαμβάνει την απώλεια βάρους, τη διακοπή του καπνίσματος, τη χρήση συσκευής συνεχούς θετικής πίεσης αεραγωγών κατά τη διάρκεια του ύπνου, αλλά και χειρουργική επέμβαση σε περιπτώσεις ύπαρξης ανατομικών ανωμαλιών.
- Εργαστηριακές εξετάσεις για τον εντοπισμό παραγόντων κινδύνου και την πρόληψη ή πρώιμη διάγνωση της υπνικής άπνοιας
Πρόκειται για εργαστηριακές εξετάσεις που μπορούν να συνδράμουν στη συνολική εκτίμηση του κινδύνου ανάπτυξης υπνικής άπνοιας μέσω της ανίχνευσης παραγόντων κινδύνου
- Γενική εξέταση αίματος και δείκτες συστηματικής φλεγμονής (CRP, TKE): για την αξιολόγηση της γενικότερης κατάστασης του οργανισμού, την ανίχνευση φλεγμονής που μπορεί να συνοδεύει την υπνική άπνοια, καθώς και παθολογικών καταστάσεων που μπορούν να επιταχύνουν την εμφάνιση της νόσου (π.χ. αναιμία)
- Έλεγχος λειτουργίας θυρεοειδούς (TSH, FT3, FT4): για την ανίχνευση πιθανού υποθυρεοειδισμού, ο οποίος αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα για την ανάπτυξη υπνικής άπνοιας
- Λιπιδαιμικό προφίλ: υψηλά επίπεδα LDL χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων αποτελούν παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση υπνικής άπνοιας, ισχύει ωστόσο και το αντίστροφο
- Γλυκόζη αίματος νηστείας και γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη: για την ανίχνευση πιθανού σακχαρώδη διαβήτη, ο οποίος αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα για την εμφάνιση υπνικής άπνοιας, ισχύει ωστόσο και το αντίστροφο.
- Νατριουρητικά πεπτίδια: για την ανίχνευση καρδιακής ανεπάρκειας, η οποία μπορεί να προκαλέσει διαταραχές του ύπνου και κεντρικού τύπου υπνική άπνοια.
- Επίπεδα τεστοστερόνης (Ελεύθερη Τεστοστερόνη): χαμηλά επίπεδα έχουν συσχετιστεί με διαταραχές ύπνου και εμφάνιση υπνικής άπνοιας, ειδικά στους άνδρες.
- Επιπλέον εργαστηριακές εξετάσεις για την παρακολούθηση ασθενών με υπνική άπνοια
- Έλεγχος ηλεκτρολυτικής ισορροπίας (νάτριο, κάλιο, ασβέστιο, μαγνήσιο), λειτουργίας νεφρών (ουρία, κρεατινίνη, GFR, γενική εξέταση ούρων) και ήπατος (SGOT, SGPT, γ-GT, αλκαλική φωσφατάση, ολική χολερυθρίνη): για την αξιολόγηση της γενικότερης κατάστασης του οργανισμού και την ανίχνευση τυχόν επιπλοκών της νόσου ή της χορηγούμενης θεραπείας. Ιδιαίτερης σημασίας είναι ο περιοδικός έλεγχος της ηπατικής λειτουργίας, καθώς οι ασθενείς με υπνική άπνοια αναπτύσσουν συχνότερα μη αλκοολική λιπώδη διήθηση του ήπατος
Γενική εξέταση αίματος: για την ανίχνευση και παρακολούθηση πιθανής πολυκυτταραιμίας (υπερπαραγωγή ερυθροκυττάρων), η οποία μπορεί να εμφανιστεί ως συνέπεια των χαμηλών επιπέδων οξυγόνου που προκαλεί η υπνική άπνοια.