Χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ)
Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) είναι μια χρόνια αναπνευστική πάθηση που χαρακτηρίζεται από εμμένουσα και προοδευτική απόφραξη των αεραγωγών. Αποτελεί την τρίτη αιτία θανάτου παγκοσμίως και η βασική της αιτία είναι η χρόνια έκθεση σε εισπνεόμενες τοξικές ουσίες ή αέρια, με το κάπνισμα να αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα κινδύνου.
Η ΧΑΠ εμφανίζεται με δύο τύπους: την χρόνια βρογχίτιδα που χαρακτηρίζεται από χρόνια φλεγμονή των βρόγχων και το εμφύσημα που χαρακτηρίζεται από μη αναστρέψιμη βλάβη των πνευμονικών κυψελίδων.
Τα συμπτώματα τυπικά περιλαμβάνουν τον χρόνιο βήχα που συνοδεύεται από παραγωγή πτυέλων, τη δύσπνοια κατά την κόπωση και το αίσθημα σύσφιξης στον θώρακα. Σε πιο προχωρημένα στάδια ο ασθενής μπορεί να παρουσιάζει συριγμό και κυάνωση του δέρματος λόγω της χαμηλής παροχής οξυγόνου από τους πνεύμονες.
Σταδιακά, καθώς η ΧΑΠ επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου, επηρεάζει αρνητικά όλες τις πτυχές της καθημερινότητας του ασθενούς και την ποιότητα της ζωής του. Επίσης, οι ασθενείς με ΧΑΠ εκδηλώνουν συχνά και συνοδά νοσήματα, όπως υπέρταση, καρδιακή ανεπάρκεια, σακχαρώδη διαβήτη, υπνική άπνοια και κατάθλιψη.
Η διάγνωση της ΧΑΠ τίθεται με τη βοήθεια της κλινικής εικόνας, μετρήσεων της αναπνευστικής λειτουργίας (π.χ. σπιρομέτρηση), απεικονιστικών εξετάσεων του θώρακα και εργαστηριακών εξετάσεων.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση συνήθως περιλαμβάνει βρογχοδιασταλτικά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Σε προχωρημένα στάδια απαιτείται θεραπεία με οξυγόνο. Κομβικής σημασίας είναι η έγκαιρη διακοπή του καπνίσματος.
- Εργαστηριακές εξετάσεις για τον εντοπισμό παραγόντων κινδύνου και την πρόληψη ή πρώιμη διάγνωση της ΧΑΠ
- Μοριακός έλεγχος ανεπάρκειας α1-αντιθρυψίνης (SERPINA1): η κληρονομική ανεπάρκεια της α1-αντιθρυψίνης συνιστά γενετικό παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση χρόνιας βρογχίτιδας και πνευμονικού εμφυσήματος. Ως εκ τούτου, ανάλυση DNA για την ανίχνευση των παθολογικών αλληλόμορφων μπορεί να οδηγήσει σε πρώιμη διάγνωση και έγκαιρη τροποποίηση της συμπεριφοράς των ασθενών για την πρόληψη εμφάνισης ΧΑΠ ή ελαχιστοποίηση των συνεπειών της. Ο έλεγχος μπορεί να εκτελεστεί και προγεννητικά και αφορά κυρίως περιπτώσεις με επιβαρυμένο οικογενειακό-κληρονομικό ιστορικό αναπνευστικών παθήσεων.
- Γενική εξέταση αίματος και δείκτες συστηματικής φλεγμονής (CRP, TKE): για την αξιολόγηση της γενικότερης κατάστασης του οργανισμού, την ανίχνευση φλεγμονής που μπορεί να οφείλεται στην ΧΑΠ, καθώς και παθολογικών καταστάσεων που μπορούν να μιμηθούν ή να επιδεινώσουν την ΧΑΠ (π.χ. αναιμία, λοιμώξεις, ηωσινοφιλία).
- Νατριουρητικά πεπτίδια: μέτρηση των επιπέδων των πεπτιδίων BNP και NT-proBNP στο αίμα για τον αποκλεισμό της καρδιακής ανεπάρκειας, η οποία μπορεί να μιμηθεί την ΧΑΠ.
- Επιπλέον εργαστηριακές εξετάσεις για την παρακολούθηση ασθενών με ΧΑΠ
- Νατριουρητικά πεπτίδια: για την ανίχνευση καρδιακής ανεπάρκειας, η οποία μπορεί να είναι επιπλοκή της ΧΑΠ
- Επίπεδα α1-αντιθρυψίνης: για την αξιολόγηση και διαχείριση των ασθενών που πάσχουν από ΧΑΠ σχετιζόμενη με ανεπάρκεια α1-αντιθρυψίνης
- Γενική εξέταση αίματος και δείκτες συστηματικής φλεγμονής (CRP, TKE): για την παρακολούθηση της φλεγμονής που οφείλεται στη ΧΑΠ, ειδικά κατά τη διάρκεια επεισοδίων παροξυσμού της νόσου. Σε περίπτωση ΧΑΠ σχετιζόμενης με ηωσινοφιλική φλεγμονή, η παρακολούθηση του αριθμού των ηωσινόφιλων κυττάρων μπορεί να διαμορφώσει την επιλογή της φαρμακευτικής αγωγής και να βοηθήσει στην αξιολόγηση της ανταπόκρισης σε αυτήν
- Μικροσκοπική ανάλυση και καλλιέργεια πτυέλων: σε περιπτώσεις παροξυσμού της νόσου και αυξημένης παραγωγής πτυέλων, προκειμένου να απομονωθούν και να ταυτοποιηθούν βακτήρια ή μύκητες που ενδεχομένως επιπλέκουν την κατάσταση υγείας του ασθενούς
- Καλλιέργεια αίματος: για τον αποκλεισμό της βακτηριαιμίας κατά τη διάρκεια σοβαρών παροξυσμών της νόσου
- Έλεγχος ηλεκτρολυτικής ισορροπίας (νάτριο, κάλιο, ασβέστιο, μαγνήσιο), λειτουργίας νεφρών (ουρία, κρεατινίνη, GFR, γενική εξέταση ούρων) και ήπατος (SGOT, SGPT, γ-GT, αλκαλική φωσφατάση, χολερυθρίνη): για την αξιολόγηση της γενικότερης κατάστασης του οργανισμού και την ανίχνευση τυχόν επιπλοκών της χορηγούμενης θεραπείας
Προϊόντα αποδομής ινώδους (D-Dimers) και τροπονίνη υψηλής ευαισθησίας: κατά τη διάρκεια σοβαρών παροξυσμών της νόσου, για τον αποκλεισμό πνευμονικής εμβολής και οξέων στεφανιαίων συνδρόμων (π.χ. έμφραγμα του μυοκαρδίου), αντίστοιχα.