Αναπνευστικά προβλήματα: Μήπως αφορούν κι εσάς;
Η σημασία της εκτέλεσης εξετάσεων για την ανίχνευση των λοιμώξεων του αναπνευστικού συστήματος έγκειται κυρίως στην έγκαιρη διάγνωση και την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας. Οι λοιμώξεις αυτές μπορούν να εξελιχθούν σε σοβαρές καταστάσεις εάν δεν αντιμετωπιστούν άμεσα. Μέσω εργαστηριακών εξετάσεων και με τη χρήση ειδικών μεθόδων, όπως οι μοριακές μέθοδοι PCR, μπορούμε να εντοπίσουμε την αιτία της λοίμωξης (ιός, βακτήριο ή μύκητας) και να επιλέξουμε την κατάλληλη θεραπεία. Αυτό μειώνει τον κίνδυνο επιπλοκών και τη συστηματική εξάπλωση των λοιμώξεων, ειδικά σε ευπαθείς ομάδες, όπως οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά και τα άτομα με χρόνια νοσήματα.
Στη συνέχεια και ξεκινώντας από Οξεία Βρογχίτιδα και πνευμονία θα μείνουν ως έχουν.
Η ΟΞΕΙΑ ΒΡΟΓΧΙΤΙΔΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΗ ΦΛΕΓΜΟΝΗ ΤΩΝ ΒΡΟΓΧΩΝ, ΤΩΝ ΑΕΡΑΓΩΓΩΝ ΔΗΛΑΔΗ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΧΕΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ. ΠΡΟΚΑΛΕΙΤΑΙ ΣΥΝΗΘΩΣ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΑ ΙΟΓΕΝΗ ΛΟΙΜΩΞΗ (Π.Χ. ΚΟΙΝΟ ΚΡΥΟΛΟΓΗΜΑ ΄Η ΓΡΙΠΗ), ΜΠΟΡΕΙ ΟΜΩΣ ΝΑ ΠΡΟΚΛΗΘΕΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΒΑΚΤΗΡΙΑΚΗ ΛΟΙΜΩΞΗ΄Η ΕΚΘΕΣΗ ΣΕ ΕΡΕΘΙΣΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ (Π.Χ. ΚΑΠΝΟΣ).
Το συνηθέστερο σύμπτωμα της οξείας βρογχίτιδας είναι ο βήχας, ο οποίος μπορεί να συνοδεύεται από παραγωγή πτυέλων. Παρότι κατά κανόνα η κατάσταση υποχωρεί αυτόματα εντός λίγων ημερών ή εβδομάδων, επαναλαμβανόμενα επεισόδια οξείας βρογχίτιδας μπορούν σταδιακά να οδηγήσουν σε χρόνια βρογχίτιδα. Όταν είναι απαραίτητο, η αντιμετώπιση της οξείας βρογχίτιδας μπορεί να είναι συμπτωματική (με χορήγηση βρογχοδιασταλτικών, αντιβηχικών, αντιπυρετικών κ.ά.) ή και αιτιολογική (π.χ. με χορήγηση αντιβιοτικών επί βρογχίτιδας λόγω βακτηριακής λοίμωξης).
Η πνευμονία είναι λοίμωξη που προκαλεί φλεγμονή των πνευμονικών κυψελίδων, των μικρών δηλαδή θυλάκων αέρα που βρίσκονται εντός των πνευμόνων. Η φλεγμονή προκαλεί συσσώρευση υγρού και οίδημα εντός των κυψελίδων, γεγονός που οδηγεί συχνά σε δύσπνοια (δυσκολία στην αναπνοή). Συνηθέστερα είδη μικροοργανισμών που προκαλούν πνευμονία είναι τα βακτήρια (π.χ. πνευμονιόκοκκος) και οι ιοί (π.χ. γρίπη Α και Β).
Τυπικά συμπτώματα της πνευμονίας είναι ο βήχας (ξηρός ή με παραγωγή πτυέλων), πυρετός (με ή χωρίς ρίγος), πλευριτικός πόνος και δύσπνοια. Η σοβαρότητα της πνευμονίας μπορεί να κυμαίνεται από ήπια έως δυνητικά θανατηφόρα, με μεγαλύτερο κίνδυνο να διατρέχουν τα βρέφη, οι ηλικιωμένοι και οι ασθενείς με συνυπάρχοντα νοσήματα και ανοσοανεπάρκειες.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της πνευμονίας περιλαμβάνει ξεκούραση, ενυδάτωση και χορήγηση αντιβιοτικών (όταν είναι βακτηριακής αιτιολογίας). Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, απαιτείται νοσοκομειακή περίθαλψη.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΟΞΕIΑΣ ΒΡΟΓΧIΤIΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΟΝIΑΣ
Μοριακή ανίχνευση αναπνευστικών παθογόνων: η εξέταση αυτή επιτρέπει την ταχεία ταυτοποίηση παθογόνων μικροοργανισμών του αναπνευστικού συστήματος σε άτομα με ενδείξεις ή και συμπτωματολογία αναπνευστικής λοίμωξης. Ανάλογα με την περίπτωση, επιλέγετε από τις παρακάτω εξετάσεις:
Γενική εξέταση αίματος: για την ανίχνευση ενδείξεων λοίμωξης (π.χ. αύξηση λευκών αιμοσφαιρίων).
Δείκτες συστηματικής φλεγμονής: μέτρηση στο αίμα της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) και της ταχύτητας καθίζησης των ερυθρών αιμοσφαιρίων ΤΚΕ. Αύξηση αυτών των δεικτών υποδηλώνει ενεργό φλεγμονή στον οργανισμό, η οποία θα μπορούσε να οφείλεται στην οξεία βρογχίτιδα ή πνευμονία.
Γρήγορο τεστ αντιγόνου (Rapid test): χρησιμοποιείται για τη γρήγορη ανίχνευση ιών (Covid-19, Γρίπης Α και Β, Strep test) σε ρινοφαρυγγικό επίχρισμα ή δείγμα βρογχικών εκκρίσεων. ή
Πολλαπλό rapid test: χρησιμοποιείται για τη γρήγορη ανίχνευση ιών (Covid-19, Γρίπης Α και Β, RSV & Adenovirus) σε ρινοφαρυγγικό επίχρισμα ή δείγμα βρογχικών εκκρίσεων.
Χρώσεις μικροβίων και καλλιέργεια πτυέλων: για την ανίχνευση, απομόνωση και ταυτοποίηση βακτηρίων και μυκήτων που εμπλέκονται στη λοίμωξη.
Προκαλσιτονίνη: η έκκριση αυτής της πρωτεΐνης αυξάνεται σε λοίμωξη και συστηματική φλεγμονή και η μέτρησή της στο αίμα μπορεί να βοηθήσει στη διαφορική διάγνωση μεταξύ βακτηριακής και ιογενούς λοίμωξης, ειδικά στην περίπτωση της πνευμονίας.
Τεστ αντιγόνου ούρων (ΜΟΝΟ-ΤΕΣΤ): χρησιμοποιείται για τη γρήγορη ανίχνευση συγκεκριμένων βακτηρίων που μπορούν να προκαλέσουν πνευμονία (λεγιονέλλα, πνευμονιόκοκκος).
ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΟΞΕΙΑ ΒΡΟΓΧΙΤΙΔΑ΄Η ΠΝΕΥΜΟΝΙΑ
Γενική εξέταση αίματος και δείκτες συστηματικής φλεγμονής (CRP, TKE): για την αξιολόγηση της γενικότερης κατάστασης του οργανισμού, την πορεία της λοίμωξης και την ανταπόκριση του ασθενούς στη θεραπεία.
Καλλιέργεια αίματος: για την ανίχνευση βακτηριαιμίας, δηλαδή παρουσίας βακτηρίων στην κυκλοφορία του αίματος.
Προκαλσιτονίνη: μέτρηση των επιπέδων αυτής της πρωτεΐνης μπορεί να συνδράμει στην εκτίμηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία όταν η πνευμονία είναι βακτηριακής αιτιολογίας.
Έλεγχος ηλεκτρολυτικής ισορροπίας (νάτριο, κάλιο, ασβέστιο, μαγνήσιο), λειτουργίας νεφρών (ουρία, κρεατινίνη, GFR, γενική εξέταση ούρων) και ήπατος (SGOT, SGPT, γ-GT, αλκαλική φωσφατάση, ολική χολερυθρίνη): για την αξιολόγηση της γενικότερης κατάστασης του οργανισμού και την ανίχνευση τυχόν επιπλοκών της πνευμονίας ή της χορηγούμενης θεραπείας.
Η ΦΥΜΑΤΙΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΛΟΙΜΩΔΗΣ ΒΑΚΤΗΡΙΑΚΗ ΝΟΣΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΚΟΒΑΚΤΗΡΙΔΙΟ ΤΗΣ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗΣ (ΚΑΙ ΣΠΑΝΙΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΑΛΛΟΥΣ ΤΥΠΟΥΣ ΜΥΚΟΒΑΚΤΗΡΙΔΙΩΝ). Η ΝΟΣΟΣ ΠΡΟΣΒΑΛΛΕΙ ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ ΤΟΥΣ ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ, ΜΠΟΡΕΙ ΩΣΤΟΣΟ ΝΑ ΔΙΑΣΠΑΡΕΙ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (Π.Χ. ΝΕΦΡΟΥΣ, ΟΣΤΑ).
Η πνευμονική φυματίωση μεταδίδεται μέσω αερομεταφερόμενων σταγονιδίων που προκύπτουν από το φτέρνισμα ή τον βήχα ατόμων που έχουν μολυνθεί με το μυκοβακτηρίδιο. Η νόσος μπορεί να είναι για μεγάλο χρονικό διάστημα λανθάνουσα (χωρίς συμπτώματα και μη μεταδοτική), όταν όμως είναι ενεργή τα συνηθέστερα συμπτώματα είναι επίμονος βήχας, κόπωση, απώλεια βάρους, πυρετός και νυχτερινή εφίδρωση.
Η διάγνωση τίθεται με βάση την κλινική εικόνα, τη δερματική αντίδραση Mantoux, απεικονιστικές εξετάσεις του θώρακα και εργαστηριακές εξετάσεις σε δείγματα αίματος και πτυέλων. Η φυματίωση αντιμετωπίζεται κατά κανόνα επιτυχώς με τη χορήγηση αντιφυματικών φαρμάκων για αρκετούς μήνες. Παρατηρούνται ωστόσο και σοβαρές μορφές της νόσου που προκαλούνται από μυκοβακτηρίδια τα οποία έχουν καταστεί ανθεκτικά στα συνήθη αντιφυματικά φάρμακα.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗΣ
Δοκιμασία απελευθέρωσης ιντερφερόνης-γ (QuantiFERON): πρόκειται για δοκιμασία που εκτελείται σε δείγμα αίματος με σκοπό την ανίχνευση κυτταρικής ανοσιακής απάντησης σε άτομα που έχουν μολυνθεί από το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης. Παρότι το αποτέλεσμα της δοκιμασίας στερείται της δυνατότητας απευθείας διάκρισης μεταξύ ενεργού και λανθάνουσας φυματίωσης, η αξιολόγηση του αποτελέσματος σε συνδυασμό με άλλα κλινικά, απεικονιστικά και εργαστηριακά ευρήματα μπορεί να οδηγήσει στον έγκαιρο εντοπισμό περιπτώσεων λανθάνουσας λοίμωξης πριν αυτή εξελιχθεί σε ενεργό νόσο.
Μοριακή ανίχνευση του μυκοβακτηριδίου της φυματίωσης: η εξέταση αυτή επιτρέπει την ταχεία ανίχνευση του γενετικού υλικού του μυκοβακτηριδίου, συνηθέστερα σε δείγμα πτυέλων. Σε περιπτώσεις διασποράς του παθογόνου σε εξωπνευμονικές εστίες, μπορεί να εκτελεστεί και σε δείγμα αίματος.
Μικροσκοπική ανάλυση και καλλιέργεια πτυέλων: η εξέταση περιλαμβάνει μικροσκοπική ανάλυση μετά από ειδικές χρώσεις για τη γρήγορη ανίχνευση του μυκοβακτηριδίου σε δείγμα πτυέλων. Η καλλιέργεια σε ειδικό θρεπτικό υλικό αποσκοπεί στην απομόνωση και ταυτοποίηση του μικροβίου, είναι όμως πιο χρονοβόρα (20-30 ημέρες).
ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗ
Γενική εξέταση αίματος και δείκτες συστηματικής φλεγμονής (CRP, TKE): για την αξιολόγηση της γενικότερης κατάστασης του οργανισμού, την πορεία της λοίμωξης, την ανταπόκριση του ασθενούς στη θεραπεία και την ανίχνευση τυχόν επιπλοκών της αντιφυματικής θεραπείας.
Έλεγχος ηλεκτρολυτικής ισορροπίας (νάτριο, κάλιο, ασβέστιο, μαγνήσιο), λειτουργίας νεφρών (ουρία, κρεατινίνη, GFR, γενική εξέταση ούρων) και ήπατος (SGOT, SGPT, γ-GT, αλκαλική φωσφατάση, ολική χολερυθρίνη): για την αξιολόγηση της γενικότερης κατάστασης του οργανισμού και την ανίχνευση τυχόν επιπλοκών της νόσου ή της χορηγούμενης θεραπείας.
Μικροσκοπική ανάλυση και καλλιέργεια πτυέλων: η εξέταση μπορεί να επαναληφθεί κατά διαστήματα κατά τη διάρκεια της θεραπείας και να συνδράμει στην εκτίμηση της ανταπόκρισης σε αυτήν.
Δοκιμασίες ανίχνευσης λοίμωξης από τον ιό HIV: επειδή η φυματίωση συχνά συνυπάρχει με τη λοίμωξη HIV και η θεραπεία της μπορεί να επηρεαστεί από αυτήν, κρίνεται συχνά απαραίτητη η εξέταση των ασθενών και για αυτήν τη λοίμωξη.
Καλλιέργεια αίματος: σε περιπτώσεις εξωπνευμονικής διασποράς της νόσου, οι καλλιέργειες αίματος μπορούν να συνδράμουν στην εκτίμηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία.
Υπό όρους σε Νοσοκομειακά ιδρύματα:
Η ΚΥΣΤΙΚΗ ΙΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΠΑΘΗΣΗ ΠΟΥ ΠΡΟΣΒΑΛΛΕΙ ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ ΤΟΥΣ ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΠΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. ΠΡΟΚΑΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΣΤΟ ΓΟΝΙΔΙΟ CFTR, ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΕΧΟΥΝ ΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΑΧΥΡΡΕΥΣΤΗΣ ΚΑΙ ΚΟΛΛΩΔΟΥΣ ΒΛΕΝΝΗΣ. ΑΥΤΟ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΙ ΣΤΑΣΗ
ΤΗΣ ΒΛΕΝΝΗΣ ΄Η ΚΑΙ ΑΠΟΦΡΑΞΗ ΤΩΝ ΑΕΡΟΦΟΡΩΝ ΟΔΩΝ, ΟΔΗΓΩΝΤΑΣ ΣΕ ΣΥΧΝΕΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΤΟΥ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ. ΜΠΟΡΕΙ ΕΠΙΣΗΣ ΝΑ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΕΙ ΤΗΝ ΕΚΚΡΙΣΗ ΠΕΠΤΙΚΩΝ ΕΝΖΥΜΩΝ ΔΙΑΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΠΑΓΚΡΕΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ, ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΘΡΕΠΤΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΡΟΦΕΣ ΝΑ ΜΗΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΠΟΡΡΟΦΗΘΟΥΝ. Η ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΙΘΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΙΟΝΤΩΝ ΧΛΩΡΙΟΥ ΣΤΟΝ ΙΔΡΩΤΑ (ΤΕΣΤ ΙΔΡΩΤΑ) ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΝΙΧΝΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΟΥ ΓΟΝΙΔΙΟΥ.
Η θεραπευτική αγωγή αποσκοπεί κατά κύριο λόγο στην αντιμετώπιση των συνεπειών της πάθησης με φάρμακα βελτίωσης της λειτουργίας του αναπνευστικού συστήματος (π.χ. βρογχοδιασταλτικά, βλεννολυτικά κ.ά.) και του πεπτικού συστήματος (π.χ. συμπληρώματα παγκρεατικών ενζύμων, βιταμίνες), καθώς και αναπνευστική φυσικοθεραπεία. Άτομα με σοβαρή νόσο που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια μπορούν να υποβληθούν σε μεταμόσχευση πνευμόνων.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΥΣΤΙΚΗΣ ΙΝΩΣΗΣ
Μοριακή ανίχνευση μετάλλαξης ΔF508 γονιδίου CFTR: ανάλυση DNA από δείγμα αίματος για την εντόπιση στοχευμένων μεταλλάξεων του γονιδίου CFTR που μπορούν να προκαλέσουν κυστική ίνωση. Μπορεί να εκτελεστεί πριν ή και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ως προσυλληπτικός και προγεννητικός γενετικός έλεγχος.
Πλήρης αλληλούχιση γονιδίου CFTR Κυστικής Ίνωσης (>99%): για την ανίχνευση φορίας μεταλλάξεων του γονιδίου CFTR με στόχο τη σωστή γενετική συμβουλευτική κυρίως στα πλαίσια προγεννητικού ελέγχου.
ή
Πλήρης αλληλούχιση γονιδίου CFTR Κυστικής Ίνωσης (>99%) και Ανάλυση MLPA: Ο γενετικός έλεγχος του γονιδίου χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τόσο τους φορείς της CF, όσο και νεογνά και έμβρυα με τη νόσο.
Προσυμπτωματικός νεογνικός έλεγχος: εφαρμόζεται ευρέως από τα τέλη του 2002 και οδηγεί σε πρώιμη διάγνωση στο 95% των περιπτώσεων. Διενεργείται μέτρηση μιας παγκρεατικής πρωτεΐνης (θρυψινογόνο) σε σταγόνες αίματος που λαμβάνονται από την πτέρνα του νεογνού. Παθολογικά ευρήματα επιβεβαιώνονται είτε με τεστ ιδρώτα είτε με γενετικό έλεγχο.
Παγκρεατική ελαστάση κοπράνων: πρόκειται για παγκρεατικό ένζυμο, η συγκέντρωση του οποίου στα κόπρανα αντανακλά την επάρκεια της εξωκρινούς λειτουργίας του παγκρέατος. Χαμηλές συγκεντρώσεις παρατηρούνται στην κυστική ίνωση, ωστόσο η δοκιμασία δεν είναι ειδική, καθώς χαμηλές συγκεντρώσεις μπορεί να παρατηρηθούν και σε άλλες παθήσεις του παγκρέατος (π.χ. χρόνια παγκρεατίτιδα, καρκίνο του παγκρέατος).
ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΚΥΣΤΙΚΗ ΙΝΩΣΗ
Γενική εξέταση αίματος και δείκτες συστηματικής φλεγμονής: για την αξιολόγηση της γενικότερης κατάστασης του οργανισμού και την ανίχνευση επιπλοκών της νόσου (π.χ. λοιμώξεις).
Έλεγχος ηλεκτρολυτικής ισορροπίας (νάτριο, κάλιο, ασβέστιο, μαγνήσιο), λειτουργίας νεφρών (ουρία, κρεατινίνη, GFR, γενική εξέταση ούρων) και ήπατος (SGOT, SGPT, γ-GT, αλκαλική φωσφατάση, χολερυθρίνη): για την αξιολόγηση της γενικότερης κατάστασης του οργανισμού και την ανίχνευση τυχόν επιπλοκών της νόσου ή της χορηγούμενης θεραπείας.
Επίπεδα αμυλάσης και λιπάσης αίματος: χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της λειτουργίας του παγκρέατος.
Γλυκόζη αίματος νηστείας και γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη: η νόσος ενδέχεται να επηρεάσει και την ενδοκρινή λειτουργία του παγκρέατος (έκκριση ινσουλίνης), οδηγώντας σε σακχαρώδη διαβήτη της κυστικής ίνωσης.
Έλεγχος βιταμινών: η νόσος επηρεάζει την απορρόφηση των βιταμινών από τις τροφές, ειδικά των λιποδιαλυτών βιταμινών (A, D, E και K1).
Παγκρεατική ελαστάση κοπράνων: για την παρακολούθηση της λειτουργίας του παγκρέατος και την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας υποκατάστασης παγκρεατικών ενζύμων.
Έλεγχος θρεπτικής κατάστασης: περιλαμβάνει μέτρηση στο αίμα των επιπέδων αλβουμίνης και προαλβουμίνης.
Επίπεδα ανοσοσφαιρινών (IgG, IgM, IgA): για την εκτίμηση της λειτουργίας της χυμικής ανοσίας (αντισωμάτων), ειδικά σε ασθενείς με υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος.
Μικροσκοπική ανάλυση και καλλιέργεια πτυέλων: για την ανίχνευση, απομόνωση και ταυτοποίηση βακτηρίων και μυκήτων που εμπλέκονται σε λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος.
ΤΟ ΑΣΘΜΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΗ ΠΑΘΗΣΗ ΠΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΦΛΕΓΜΟΝΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΔΙΚΗ ΣΤΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΒΡΟΓΧΩΝ, ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΠΑΡΟΞΥΣΜΙΚΗΣ ΔΥΣΠΝΟΙΑΣ.
Η φλεγμονή του άσθματος καθιστά τους αεραγωγούς πιο ευαίσθητους σε εξωτερικά ερεθίσματα (όπως αλλεργιογόνα, καπνό και αναπνευστικές λοιμώξεις), οδηγώντας σε επεισόδια σύσπασης των μυών που περιβάλλουν τους αεραγωγούς (βρογχοσύσπαση), πάχυνση των τοιχωμάτων των βρόγχων και υπερπαραγωγή βλέννης.
Πέραν της δύσπνοιας, τυπικά συμπτώματα του άσθματος είναι ο βήχας και ο συριγμός, δηλαδή ο χαρακτηριστικός ήχος που δημιουργείται λόγω της δυσκολίας αναπνοής, ιδίως κατά την εκπνοή.
Η διάγνωση τίθεται με τη βοήθεια της κλινικής εικόνας, μετρήσεων της αναπνευστικής λειτουργίας (π.χ. σπιρομέτρηση), αλλά και εργαστηριακών εξετάσεων. Η θεραπευτική αντιμετώπιση τυπικά περιλαμβάνει τη χρήση φαρμάκων για τη χαλάρωση των μυών που περιβάλλουν τους αεραγωγούς (βρογχοδιασταλτικά) και την αντιμετώπιση της φλεγμονής των βρόγχων (εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή).
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΊΜΗ ΔΊΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΑΣΘΜΑΤΟΣ
Γενική εξέταση αίματος: για τη συνολική εκτίμηση της κατάστασης του οργανισμού, αλλά συγκεκριμένα και για την ανίχνευση αυξημένου αριθμού ηωσινόφιλων κυττάρων στο αίμα (ηωσινοφιλία), ενός τύπου λευκών αιμοσφαιρίων που σχετίζεται με αλλεργικές αντιδράσεις και την παθογένεια του άσθματος. Η ηωσινοφιλία επιβεβαιώνεται με τη μικροσκόπηση επιχρίσματος περιφερικού αίματος.
Επίπεδα ολικής ανοσοσφαιρίνης IgE: αυξημένα επίπεδα αυτού του τύπου ανοσοσφαιρίνης μπορεί να οφείλονται, μεταξύ άλλων, σε αλλεργικό άσθμα.
Έλεγχος αλλεργίας αναπνευστικού (ImmunoCAP): D001-Ειδ.IgE Dermatophagus pteron (CAP), D002-Ειδ.IgE Dermatophagus farinae (CAP), G002-Ειδ.IgE Αγριάδα (CAP), G006-Ειδ.IgE Φλέως ο Λειμώνιος (CAP), Τ009-Ειδ.IgE Ελιά (CAP), W019-Ειδ.IgE Περδικάκι officinalis (CAP), E001-Ειδ. IgE Πιτυρίδα γάτας (CAP), Τ023-Ειδ.IgE Ιταλικό Κυπαρίσσι (CAP), M006-Ειδ.IgE Alternaria alternata (CAP), M002-Ειδ.IgE Cladosporium herbarum (CAP), G012-Ειδ.IgE Καλλιεργήσιμη Σίκαλη (CAP), W006-Ειδ.IgE Κοινή Αρτεμισία (CAP), E005-Ειδ.IgE Πιτυρίδα σκύλου (CAP).
Πρόκειται για εξέταση ανίχνευσης στο αίμα ειδικών ανοσοσφαιρινών IgE έναντι συγκεκριμένων αλλεργιογόνων που προκαλούν συμπτώματα αναπνευστικής αλλεργίας και επεισόδια άσθματος.
Επίπεδα α1-αντιθρυψίνης: η μέτρηση αυτής της πρωτεΐνης έχει ιδιαίτερη σημασία στη διάγνωση αναπνευστικών νοσημάτων και ηπατικής κίρρωσης. Συνιστάται σε περιπτώσεις που χρειάζεται να γίνει διαφορική διάγνωση μεταξύ άσθματος και άλλων αναπνευστικών νοσημάτων που οφείλονται σε ανεπάρκεια α1-αντιθρυψίνης.
ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΑΣΘΜΑ
Γενική εξέταση αίματος και επίπεδα IgE: για την παρακολούθηση της ανταπόκρισης στην αντιασθματική θεραπεία.
Επίπεδα θεοφυλλίνης: για τους ασθματικούς ασθενείς που λαμβάνουν θεοφυλλίνη, μέτρηση των επιπέδων του φαρμάκου χρησιμεύει στην παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας και την πρόληψη επιπλοκών της.
Έλεγχος ηλεκτρολυτικής ισορροπίας (νάτριο, κάλιο, ασβέστιο, μαγνήσιο), λειτουργίας νεφρών (ουρία, κρεατινίνη, GFR, γενική εξέταση ούρων) και ήπατος (SGOT, SGPT, γ-GT, αλκαλική φωσφατάση, ολική χολερυθρίνη): για την αξιολόγηση της γενικότερης κατάστασης του οργανισμού και την ανίχνευση τυχόν επιπλοκών της χορηγούμενης θεραπείας.
Επίπεδα κορτικοστεροειδών: σε ορισμένες περιπτώσεις είναι απαραίτητη η παρακολούθηση των επιπέδων των χορηγούμενων κορτικοστεροειδών προκειμένου να επιτευχθεί η βέλτιστη δόση της θεραπείας. Oι βασικές εξετάσεις παρακολούθησης θεραπείας χορήγησης κορτικοστεροειδών περιλαμβάνουν: Γλυκόζη αίματος (πρωί μετά από νηστεία 12 ωρών), Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c), Τριγλυκερίδια, Κάλιο ορού. Παράλληλα συνίσταται έλεγχος σωματικού βάρους και καθημερινή μέτρηση αρτηριακής πίεσης.
Σημειώνεται ότι ο έλεγχος πρέπει να ξεκινήσει προ θεραπείας και να συνεχίσει περιοδικά κατά τη θεραπεία με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού.
Η ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟΦΡΑΚΤΙΚΗ ΠΝΕΥΜΟΝΟΠΑΘΕΙΑ (ΧΑΠ), ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΗ ΠΑΘΗΣΗ ΠΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΕΜΜΕΝΟΥΣΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΦΡΑΞΗ ΤΩΝ ΑΕΡΑΓΩΓΩΝ. ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΑΙΤΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΚΗ ΤΗΣ ΑΙΤΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΧΡΟΝΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΣΕ ΕΙΣΠΝΕΟΜΕΝΕΣ ΤΟΞΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ ΄Η ΑΕΡΙΑ, ΜΕ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ.
Η ΧΑΠ εμφανίζεται με δύο τύπους: τη χρόνια βρογχίτιδα που χαρακτηρίζεται από χρόνια φλεγμονή των βρόγχων και το εμφύσημα που χαρακτηρίζεται από μη αναστρέψιμη βλάβη των πνευμονικών κυψελίδων.
Τα συμπτώματα τυπικά περιλαμβάνουν τον χρόνιο βήχα που συνοδεύεται από παραγωγή πτυέλων, τη δύσπνοια κατά την κόπωση και το αίσθημα σύσφιξης στον θώρακα. Σε πιο προχωρημένα στάδια ο ασθενής μπορεί να παρουσιάζει συριγμό και κυάνωση του δέρματος λόγω της χαμηλής παροχής οξυγόνου από τους πνεύμονες.
Σταδιακά, καθώς η ΧΑΠ επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου, επηρεάζει αρνητικά όλες τις πτυχές της καθημερινότητας του ασθενούς και την ποιότητα της ζωής του. Επίσης, οι ασθενείς με ΧΑΠ εκδηλώνουν συχνά και συνοδά νοσήματα, όπως υπέρταση, καρδιακή ανεπάρκεια, σακχαρώδη διαβήτη, υπνική άπνοια και κατάθλιψη.
Η διάγνωση της ΧΑΠ τίθεται με τη βοήθεια της κλινικής εικόνας, μετρήσεων της αναπνευστικής λειτουργίας (π.χ. σπιρομέτρηση), απεικονιστικών εξετάσεων του θώρακα και εργαστηριακών εξετάσεων.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση συνήθως περιλαμβάνει βρογχοδιασταλτικά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Σε προχωρημένα στάδια απαιτείται θεραπεία με οξυγόνο. Κομβικής σημασίας είναι η έγκαιρη διακοπή του καπνίσματος.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΊΜΗ ΔΊΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΧΑΠ
Μοριακός έλεγχος ανεπάρκειας α1-αντιθρυψίνης (SERPINA1): η κληρονομική ανεπάρκεια της α1-αντιθρυψίνης συνιστά γενετικό παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση χρόνιας βρογχίτιδας και πνευμονικού εμφυσήματος. Ως εκ τούτου, ανάλυση DNA για την ανίχνευση των παθολογικών αλληλόμορφων μπορεί να οδηγήσει σε πρώιμη διάγνωση και έγκαιρη τροποποίηση της συμπεριφοράς των ασθενών για την πρόληψη εμφάνισης ΧΑΠ ή ελαχιστοποίηση των συνεπειών της. Ο έλεγχος μπορεί να εκτελεστεί και προγεννητικά και αφορά κυρίως περιπτώσεις με επιβαρυμένο οικογενειακόκληρονομικό ιστορικό αναπνευστικών παθήσεων.
Γενική εξέταση αίματος και δείκτες συστηματικής φλεγμονής (CRP, TKE): για την αξιολόγηση της γενικότερης κατάστασης του οργανισμού, την ανίχνευση φλεγμονής που μπορεί να οφείλεται στην ΧΑΠ, καθώς και παθολογικών καταστάσεων που μπορούν να μιμηθούν ή να επιδεινώσουν τη ΧΑΠ (π.χ. αναιμία, λοιμώξεις, ηωσινοφιλία).
Νατριουρητικά πεπτίδια: μέτρηση των επιπέδων των πεπτιδίων BNP και NT-proBNP στο αίμα για τον αποκλεισμό της καρδιακής ανεπάρκειας, η οποία μπορεί να μιμηθεί τη ΧΑΠ.
ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΧΑΠ
Νατριουρητικά πεπτίδια: για την ανίχνευση καρδιακής ανεπάρκειας, η οποία μπορεί να είναι επιπλοκή της ΧΑΠ.
Επίπεδα α1-αντιθρυψίνης: για την αξιολόγηση και διαχείριση των ασθενών που πάσχουν από ΧΑΠ σχετιζόμενη με ανεπάρκεια α1-αντιθρυψίνης.
Γενική εξέταση αίματος και δείκτες συστηματικής φλεγμονής (CRP, TKE): για την παρακολούθηση της φλεγμονής που οφείλεται στη ΧΑΠ, ειδικά κατά τη διάρκεια επεισοδίων παροξυσμού της νόσου. Σε περίπτωση ΧΑΠ σχετιζόμενης με ηωσινοφιλική φλεγμονή, η παρακολούθηση του αριθμού των ηωσινόφιλων κυττάρων μπορεί να διαμορφώσει την επιλογή της φαρμακευτικής αγωγής και να βοηθήσει στην αξιολόγηση της ανταπόκρισης σε αυτήν.
Μικροσκοπική ανάλυση και καλλιέργεια πτυέλων: σε περιπτώσεις παροξυσμού της νόσου και αυξημένης παραγωγής πτυέλων, προκειμένου να απομονωθούν και να ταυτοποιηθούν βακτήρια ή μύκητες που ενδεχομένως επιπλέκουν την κατάσταση υγείας του ασθενούς.
Καλλιέργεια αίματος: για τον αποκλεισμό της βακτηριαιμίας κατά τη διάρκεια σοβαρών παροξυσμών της νόσου.
Έλεγχος ηλεκτρολυτικής ισορροπίας (νάτριο, κάλιο, ασβέστιο, μαγνήσιο), λειτουργίας νεφρών (ουρία, κρεατινίνη, GFR, γενική εξέταση ούρων) και ήπατος (SGOT, SGPT, γ-GT, αλκαλική φωσφατάση, χολερυθρίνη): για την αξιολόγηση της γενικότερης κατάστασης του οργανισμού και την ανίχνευση τυχόν επιπλοκών της χορηγούμενης θεραπείας.
Προϊόντα αποδομής ινώδους (D-Dimers) και τροπονίνη υψηλής ευαισθησίας: κατά τη διάρκεια σοβαρών παροξυσμών της νόσου, για τον αποκλεισμό πνευμονικής εμβολής και οξέων στεφανιαίων συνδρόμων (π.χ. έμφραγμα του μυοκαρδίου), αντίστοιχα.
Η ΥΠΝΙΚΗ ΑΠΝΟΙΑ (΄Η ΑΠΝΟΙΑ ΥΠΝΟΥ) ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΥΧΝΗ ΠΑΘΗΣΗ ΠΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΑΚΟΥΣΙΕΣ, ΠΛΗΡΕΙΣ ΄Η ΜΕΡΙΚΕΣ, ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΝΟΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ. ΔΙΑΚΡΙΝΕΤΑΙ ΣΕ ΔΥΟ ΤΥΠΟΥΣ: ΑΠΟΦΡΑΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΙΚΗ. Ο ΣΥΝΗΘΕΣΤΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΦΡΑΚΤΙΚΗ ΑΠΝΟΙΑ, ΔΗΛΑΔΗ Η ΑΠΝΟΙΑ ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΕ ΣΤΕΝΩΤΙΚΑ ΄Η ΑΠΟΦΡΑΚΤΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΣΤΗ ΔΙΟΔΟ ΤΟΥ ΑΕΡΑ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΜΕΤΡΗΣ ΧΑΛΑΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΜΥΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΦΑΡΥΓΓΑ. ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ, Η ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΣΥΧΝΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΠΝΟΙΑ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΕ ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΜΥΩΝ
ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΝΕΥΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ, ΟΙ ΕΠΑΝΕΙΛΗΜΜΕΝΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΝΟΗΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΟΔΗΓΗΣΟΥΝ ΣΕ ΔΙΑΚΟΠΤΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΚΑΚΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΝΟ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΟΞΥΓΟΝΟΥ ΣΤΟ ΑΙΜΑ.
Οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση της πάθησης περιλαμβάνουν το ανδρικό φύλο, την ηλικία, το μεταβολικό σύνδρομο και ανατομικές ανωμαλίες των ανώτερων αεραγωγών (π.χ. υπερτροφικές αμυγδαλές).
Το πιο διακριτό σύμπτωμα της πάθησης είναι το δυνατό ροχαλητό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλοι όσοι ροχαλίζουν πάσχουν από υπνική άπνοια. Επίσης, οι ασθενείς με υπνική άπνοια εκδηλώνουν συχνά και συνοδά νοσήματα, όπως υπέρταση, καρδιακή ανεπάρκεια και σακχαρώδη διαβήτη.
Η διάγνωση της πάθησης τίθεται με τη βοήθεια πολυκαταγραφικής μελέτης ύπνου και η θεραπευτική της αντιμετώπιση περιλαμβάνει την απώλεια βάρους, τη διακοπή του καπνίσματος, τη χρήση συσκευής συνεχούς θετικής πίεσης αεραγωγών κατά τη διάρκεια του ύπνου, αλλά και χειρουργική επέμβαση σε περιπτώσεις ύπαρξης ανατομικών ανωμαλιών.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΥΠΝΙΚΗΣ ΑΠΝΟΙΑΣ
Πρόκειται για εργαστηριακές εξετάσεις που μπορούν να συνδράμουν στη συνολική εκτίμηση του κινδύνου ανάπτυξης υπνικής άπνοιας μέσω της ανίχνευσης παραγόντων κινδύνου.
Γενική εξέταση αίματος και δείκτες συστηματικής φλεγμονής (CRP, TKE): για την αξιολόγηση της γενικότερης κατάστασης του οργανισμού, την ανίχνευση φλεγμονής που μπορεί να συνοδεύει την υπνική άπνοια, καθώς και παθολογικών καταστάσεων που μπορούν να επιταχύνουν την εμφάνιση της νόσου (π.χ. αναιμία).
Έλεγχος λειτουργίας θυρεοειδούς (TSH, FT3, FT4): για την ανίχνευση πιθανού υποθυρεοειδισμού, ο οποίος αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα για την ανάπτυξη υπνικής άπνοιας.
Λιπιδαιμικό προφίλ: υψηλά επίπεδα LDL χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων αποτελούν παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση υπνικής άπνοιας, ισχύει ωστόσο και το αντίστροφο.
Γλυκόζη αίματος νηστείας και γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη: για την ανίχνευση πιθανού σακχαρώδη διαβήτη, ο οποίος αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα για την εμφάνιση υπνικής άπνοιας, ισχύει ωστόσο και το αντίστροφο.
Νατριουρητικά πεπτίδια: για την ανίχνευση καρδιακής ανεπάρκειας, η οποία μπορεί να προκαλέσει διαταραχές του ύπνου και κεντρικού τύπου υπνική άπνοια.
Επίπεδα τεστοστερόνης (Ελεύθερη Τεστοστερόνη): χαμηλά επίπεδα έχουν συσχετιστεί με διαταραχές ύπνου και εμφάνιση υπνικής άπνοιας, ειδικά στους άνδρες.
ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΥΠΝΙΚΗ ΑΠΝΟΙΑ
Έλεγχος ηλεκτρολυτικής ισορροπίας (νάτριο, κάλιο, ασβέστιο, μαγνήσιο), λειτουργίας νεφρών (ουρία, κρεατινίνη, GFR, γενική εξέταση ούρων) και ήπατος (SGOT, SGPT, γ-GT, αλκαλική φωσφατάση, ολική χολερυθρίνη): για την αξιολόγηση της γενικότερης κατάστασης του οργανισμού και την ανίχνευση τυχόν επιπλοκών της νόσου ή της χορηγούμενης θεραπείας. Ιδιαίτερης σημασίας είναι ο περιοδικός έλεγχος της ηπατικής λειτουργίας, καθώς οι ασθενείς με υπνική άπνοια αναπτύσσουν συχνότερα μη αλκοολική λιπώδη διήθηση του ήπατος.
Γενική εξέταση αίματος: για την ανίχνευση και παρακολούθηση πιθανής πολυκυτταραιμίας (υπερπαραγωγή ερυθροκυττάρων), η οποία μπορεί να εμφανιστεί ως συνέπεια των χαμηλών επιπέδων οξυγόνου που προκαλεί η υπνική άπνοια.
Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΤΗΣ ΝΟΣΟΥ ΤΟΥ ΚΟΡΩΝΟΪΟΥ 2019 (COVID-19) ΕΧΕΙ ΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΕΝΟΣ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΑΤΟΜΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΡΡΩΝΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΞΕΙΑ ΛΟΙΜΩΞΗ. ΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΡΡΩΣΗ ΑΠΟ ΟΞΕΙΑ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΜΕ ΗΠΙΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΄Η ΤΕΛΕΙΩΣ ΑΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΗ, ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΜΦΑΝΙΣΟΥΝ ΕΝΑ ΕΥΡΥ ΦΑΣΜΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΩΝ, ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΟΡΟΥΣ, ΟΠΩΣ “ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ COVID”, “ΜΕΤΑ-COVID ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ” ΚΑΙ “ΜΕΤΑ-ΟΞΕΙΑ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ ΤΗΣ SARS-COV-2 ΛΟΙΜΩΞΗΣ”.
Η ανάγκη για εργαστηριακές εξετάσεις σε ασθενείς που έχουν αναρρώσει από οξύ COVID-19 καθορίζεται από τη σοβαρότητα και τα μη φυσιολογικά αποτελέσματα των δοκιμών κατά τη διάρκεια της οξείας νόσου και των τρεχόντων συμπτωμάτων τους. Οι περισσότεροι ασθενείς που έχουν μη φυσιολογικό εργαστηριακό έλεγχο κατά τη στιγμή της διάγνωσης, συνήθως βελτιώνονται κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης.
Για την παρακολούθηση της μετά COVID-19 πορείας ενός ατόμου προτείνεται ένας ευρύς κλινικός, παρακλινικός και εργαστηριακός έλεγχος που διαφοροποιείται κατά περίπτωση. Όσον αφορά τη συμβολή του βιοπαθολογικού εργαστηρίου σε άτομα που βρίσκονται στη φάση ανάρρωσης προτείνεται ο παρακάτω έλεγχος.
Γενική εξέταση αίματος (αιμοδιάγραμμα με τύπο λευκοκυττάρων, αιμοπετάλια).
ΤΚE
Πλήρης βιοχημικός έλεγχος αίματος, συμπεριλαμβανομένων ηλεκτρολυτών (Κ, Νa), γλυκόζη ορού (GLU), ουρίας, ουρικό οξύ και κρεατινίνης ορού (Cr), δεικτών ηπατικής λειτουργίας (AST/SGOT, ALT/ SGPT, γ-GT), λιπιδαιμικού προφίλ (TC, HDL-C, LDL-C, TGs), CPK, λευκωματίνης ορού, CRP.
Έλεγχος θυρεοειδούς (TSH, FT3, FT4, anti-TPO, anti-Tg) σε άτομα με ανεξήγητη κόπωση ή αδυναμία.
D-Dimers σε ασθενείς με ανεξήγητη επίμονη ή νέα δύσπνοια ή σε οποιονδήποτε ασθενή στον οποίο υπάρχει ανησυχία για θρομβοεμβολική νόσο.
Νατριουρητικό πεπτίδιο (BNP) και Τροπονίνη σε ασθενείς των οποίων η πορεία επιπλέκεται από καρδιακή ανεπάρκεια ή μυοκαρδίτιδα ή σε ασθενείς με πιθανά καρδιακά συμπτώματα από κρυφή μυοκαρδίτιδα (π.χ. δύσπνοια, δυσφορία στο στήθος, οίδημα).
Ο ΜEDISYN αποτελεί το μεγαλύτερο δίκτυο διαγνωστικών ιατρείων στην Ελλάδα. Με κορυφαίες πιστοποιήσεις και τα πλήρως εξοπλισμένα μηχανήματα τελευταίας και υψηλής τεχνολογίας ο MEDISYN, για πάνω από 25 χρόνια, πρωταγωνιστεί στον χωρο της υγείας και εξελίσσει την εργαστηριακή διάγνωση.